- υπερεπείγω
- ὑπερεπείγω ΝΑνεοελλ.1. (το ενεργ. μόνον ως τριτοπρόσ.) υπερεπείγειείναι εξαιρετικά επείγον, βιαστικό («υπερεπείγει να μεταφερθεί στο νοσοκομείο»)2. μέσ. υπερεπείγομαιβιάζομαι πάρα πολύ3. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ.) υπερεπείγον(ένδειξη σε αντικείμενο που αποστέλλεται με το ταχυδρομείο) να επιδοθεί στον αποδέκτη πολύ γρήγορααρχ.προκαλώ σε κάποιον έντονο αίσθημα βιασύνης.
Dictionary of Greek. 2013.