υπερεπείγω

υπερεπείγω
ὑπερεπείγω ΝΑ
νεοελλ.
1. (το ενεργ. μόνον ως τριτοπρόσ.) υπερεπείγει
είναι εξαιρετικά επείγον, βιαστικό («υπερεπείγει να μεταφερθεί στο νοσοκομείο»)
2. μέσ. υπερεπείγομαι
βιάζομαι πάρα πολύ
3. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ.) υπερεπείγον
(ένδειξη σε αντικείμενο που αποστέλλεται με το ταχυδρομείο) να επιδοθεί στον αποδέκτη πολύ γρήγορα
αρχ.
προκαλώ σε κάποιον έντονο αίσθημα βιασύνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”